ὑποείκω

ὑποείκω
ὑπ-είκω, ὑποείκω (ϝείκω), fut. ὑποείξω, aor. 1 ὑπόειξε, subj. ὑποείξομεν, mid. fut. ὑπείξομαι and ὑποείξομαι: retire, withdraw from (τινός), yield, make way for (τινί); w. both gen. and dat., τῷ δ' ἕδρης ὑπόειξεν, Od. 16.42; w. acc., χεῖράς τινος, ‘before one's hands,’ Il. 15.227.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποείκω — Α (επικ. τ.) βλ. ὑπείκω …   Dictionary of Greek

  • υπείκω — ΜΑ, και επικ. τ. ὑποείκω Α μτφ. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῑς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2 …   Dictionary of Greek

  • υποεικτός — όν, Α [ὑποείκω] ενδοτικός, υποχωρητικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”